konstruiertes Wort - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

konstruiertes Wort - translation to Αγγλικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Money wort; Money-wort; Money Wort

konstruiertes Wort      
made-up word
plantar warts         
  • A 7 mm plantar wart surgically removed from the sole of a person's foot after other treatments failed
VIRAL INFECTIOUS DISEASE THAT RESULTS IN BENIGN EPITHELIAL TUMORS LOCATED IN SKIN OF THE SOLE OR TOES OF THE FOOT, HAS MATERIAL BASIS IN HUMAN PAPILLOMAVIRUS (TYPES 1, 2, 4 OR 63), HAS SYMPTOM LESIONS THAT APPEAR ON THE SOLE OF THE FOOT
Verruca; Plantars wort; Verucca; Plantar warts; Planter's wart; Planters wart; Planter wart; Verrucas; Verrucaes; Plantars wart; Verrucae; Verruca plantaris; Plantar's wart; Veruccas; Mosaic plantar warts; Myrmecia (skin)
n. Plantarwarzen, Fußwarze einer Schwiele ähnlich (durch Infektion oder viral verursacht)

Ορισμός

Wort
·noun A plant of any kind.
II. Wort ·noun Cabbages.
III. Wort ·noun An infusion of malt which is unfermented, or is in the act of fermentation; the sweet infusion of malt, which ferments and forms beer; hence, any similar liquid in a state of incipient fermentation.

Βικιπαίδεια

Moneywort

Moneywort is a common name for several plants and may refer to:

  • Alysicarpus
  • Bacopa monnieri
  • Lysimachia nummularia
  • Sibthorpia europaea